άρουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρουλα | οι | άρουλες |
γενική | της | άρουλας | των | αρουλών |
αιτιατική | την | άρουλα | τις | άρουλες |
κλητική | άρουλα | άρουλες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρουλα < μεσαιωνική ελληνική ἄρουλα < λατινική arula → και δείτε ἄρουλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρουλα θηλυκό
- (παρωχημένο) μικρή φορητή εστία που χρησιμεύει στο μαγείρεμα με σχάρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄρουλα σελ.980 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Με σχόλιο: «μσν. κ. δημ.» (μεσαιωνικό και δημοτική).