Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

arula < ar(a)+ κατάληξη υποκοριστικού -ula < asa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *as (καίω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

arula (la) θηλυκό

  1. μικρός βωμός
    ※  item ante hos deos erant arulae, quae cuivis religionem sacrari significare possent.
    Κικέρωνας, In Verrem, 2, 4, 5 @perseus.tufts.edu
  2. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) η βάση της Αγίας Τράπεζας

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική arula arulae
γενική arulae arulārum
δοτική arulae arulīs
αιτιατική arulam arulās
κλητική arula arulae
αφαιρετική arulā arulīs
(α' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία