brazier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brazier | braziers |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- brazier < (άμεσο δάνειο) γαλλική brasier < μέση γαλλική braisier < παλαιά γαλλική brasier < brese < πρωτογερμανική *brasō (θράκα, αναμμένα κάρβουνα). (μαρτυρείται από το 1690 περίπου)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
brazier (en)
- το μαγκάλι, η φουφού, μεταλλικός πύραυνος
- το μπάρμπεκιου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- brazier < (κληρονομημένο) μέση αγγλική brasier < brasen < αγγλοσαξονική brasian, bræsian. Μορφολογικά αναλύεται σε brass + -ier. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]