άμια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμια | οι | άμιες |
γενική | της | άμιας | — | |
αιτιατική | την | άμια | τις | άμιες |
κλητική | άμια | άμιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαάμια < (άμεσο δάνειο) βενετική amia < λατινική amita
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμια θηλυκό
- (ιδιωματικό, οικογένεια) θεία
- (ιδιωματικό, οικογένεια) γιαγιά
- (ιδιωματικό) ηλικιωμένη γυναίκα
Πηγές
επεξεργασία- άμια - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας