Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκεντρος η άκεντρη το άκεντρο
      γενική του άκεντρου της άκεντρης του άκεντρου
    αιτιατική τον άκεντρο την άκεντρη το άκεντρο
     κλητική άκεντρε άκεντρη άκεντρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκεντροι οι άκεντρες τα άκεντρα
      γενική των άκεντρων των άκεντρων των άκεντρων
    αιτιατική τους άκεντρους τις άκεντρες τα άκεντρα
     κλητική άκεντροι άκεντρες άκεντρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκεντρος < α στερητικό και κεντρί αλλά και κέντρο για τη δεύτερη ερμηνεία

  Επίθετο επεξεργασία

άκεντρος

  1. το έντομο που δεν έχει κεντρί
  2. αυτός που δεν διαθέτει κέντρο, επίκεντρο, ο σκόρπιος, ο χαώδης
  3. άκεντρος: παράγοντας σε μαθηματικές εξισώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία