άκαυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκαυλος | η | άκαυλη | το | άκαυλο |
γενική | του | άκαυλου | της | άκαυλης | του | άκαυλου |
αιτιατική | τον | άκαυλο | την | άκαυλη | το | άκαυλο |
κλητική | άκαυλε | άκαυλη | άκαυλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκαυλοι | οι | άκαυλες | τα | άκαυλα |
γενική | των | άκαυλων | των | άκαυλων | των | άκαυλων |
αιτιατική | τους | άκαυλους | τις | άκαυλες | τα | άκαυλα |
κλητική | άκαυλοι | άκαυλες | άκαυλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκαυλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάκαυλος, -η, -ο
- (βοτανική) χωρίς μίσχο / στέλεχος
- ⮡ Καρλινία η άκαυλος (θάμνος)
- (μειωτικό) κυριολεκτικά ο άνθρωπος που δεν έχει σεξουαλική επιθυμία και κατ'επέκταση / μεταφορικά: ο ανίκανος, ο ανούσιος
- ※ Όχι άλλη μια χρονιά με μετριότητες, ντεμί πράγματα, περιττά παρακάλια και άκαυλες συνουσίες έτσι απλά για να μην πλήττετε (24 tips για να γίνει το 2024 η πιο σέξι χρονιά της ζωής σας 29.12.2023, andro.gr [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία άκαυλος
|