άθρεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άθρεπτος | η | άθρεπτη | το | άθρεπτο |
γενική | του | άθρεπτου | της | άθρεπτης | του | άθρεπτου |
αιτιατική | τον | άθρεπτο | την | άθρεπτη | το | άθρεπτο |
κλητική | άθρεπτε | άθρεπτη | άθρεπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άθρεπτοι | οι | άθρεπτες | τα | άθρεπτα |
γενική | των | άθρεπτων | των | άθρεπτων | των | άθρεπτων |
αιτιατική | τους | άθρεπτους | τις | άθρεπτες | τα | άθρεπτα |
κλητική | άθρεπτοι | άθρεπτες | άθρεπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άθρεπτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάθρεπτος, -η, -ο
- που δεν έχει τραφεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άθρεπτος
|