• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άθρεπτος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική άθρεπτος άθρεπτη άθρεπτο
γενική άθρεπτου άθρεπτης άθρεπτου
αιτιατική άθρεπτο άθρεπτη άθρεπτο
κλητική άθρεπτε άθρεπτη άθρεπτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άθρεπτοι άθρεπτες άθρεπτα
γενική άθρεπτων άθρεπτων άθρεπτων
αιτιατική άθρεπτους άθρεπτες άθρεπτα
κλητική άθρεπτοι άθρεπτες άθρεπτα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άθρεπτος < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

άθρεπτος, -η, -ο

  • που δεν έχει τραφεί


ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • (λαϊκότροπο) άθρεφτος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άθρεπτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άθρεπτος&oldid=4715440"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:27

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:27.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie