Χορίγκοβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Χορίγκοβο | τα | Χορίγκοβα |
γενική | του | Χορίγκοβου | των | Χορίγκοβων |
αιτιατική | το | Χορίγκοβο | τα | Χορίγκοβα |
κλητική | Χορίγκοβο | Χορίγκοβα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χορίγκοβο < βλαχικής προέλευσης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xoˈɾi.go.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χο‐ρί‐γκο‐βο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χορίγκοβο ουδέτερο
- οικισμός της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του οικισμού Κέδρα[1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χορίγκοβο