Κέδρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κέδρα | ||
γενική | των | Κέδρων | ||
αιτιατική | τα | Κέδρα | ||
κλητική | Κέδρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κέδρα < κέδρα < πληθυντικός αριθμός του κέδρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈce.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κέ‐δρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚέδρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό