Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Χαυτεία
      γενική των Χαυτείων
    αιτιατική τα Χαυτεία
     κλητική Χαυτεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαυτεία < από το επώνυμο Χαύτας, ο οποίος διατηρούσε καφενείο στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xafˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαυ‐τεί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαυτεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • συνοικία της Αθήνας
    ※ Περνᾷ τὸ πυροβολικὸ / ἀπ' τὰ Χαυτεῖα... τί κακό! / κι' ἀπὸ ἀνάμικταις φωναῖς / βουΐζει ἕνας καφενές. (Γεώργιος Σουρής, Κανόνια, 1883)
    ※ Κ’ ἕνα βράδυ, τὴν ὥρα ποὺ ὅλα τὰ φῶτα τῆς Ἀθήνας εἴχανε ἀναφτεῖ, καὶ τῶν μαγαζιῶν οἱ ρεκλάμες φάνταζαν καὶ στράβωναν παρδαλές, κι’ ὁ κόσμος στὰ Χαυτεῖα πυκνὸς καὶ βούϊζε, καὶ τὸ κρύο ξούριζε, ὁ Θανάσης κάθονταν κάπου ἐκεῖ στὴ γωνιά του. (Κλεαρέτη Μαλάμου-Δίπλα, Τα κουνάβια, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 185 (1 Σεπτεμβρίου 1934), τόμ. 16, σελ. 782)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
  2. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, 1995), σελ. 35)