Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Χατζηκυριάκειο τα Χατζηκυριάκεια
      γενική του Χατζηκυριάκειου
Χατζηκυριακείου
των Χατζηκυριάκειων
Χατζηκυριακείων
    αιτιατική το Χατζηκυριάκειο τα Χατζηκυριάκεια
     κλητική Χατζηκυριάκειο Χατζηκυριάκεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χατζηκυριάκειο < από το επώνυμο του δωρητή Χατζηκυριακ(ός) + -ειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.d͡zi.ciˈɾʝa.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐τζη‐κυ‐ριά‐κει‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χατζηκυριάκειο ουδέτερο

  1. (επωνυμία) ονομασία ορφανοτροφείου στον Πειραιά
    ※  Το Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας συγκαταλέγεται στα πιο ιστορικά ιδρύματα παροχής παιδικής προστασίας στην Ελλάδα και ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Χατζηκυριακό και τη σύζυγό του Μαριγώ στις 9 Ιουνίου 1889. (Γιάννης Πανταζόπουλος, Στο ξεχασμένο Χατζηκυριάκειο, κορίτσια δίχως οικογένεια βρίσκουν νέο σπίτι, lifo.gr, 26 Δεκεμβρίου 2017)
  2. συνοικία του Πειραιά, όπου βρίσκεται το παραπάνω ορφανοτροφείο
    ※  Αποβραδίς ξεκίνησα / Μ’ ένα παλιό μου φίλο / για το Χατζηκυριάκειο / Και για τον Άγιο Νείλο. (Αποβραδίς ξεκίνησα (Χατζηκυριάκειο), στίχοι-μουσική: Δημήτρης Γκόγκος, εκτέλεση: Στράτος Παγιουμτζής, 1938)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Χατζηκυριακός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία