Χαρδαλιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Χαρδαλιάς < χαρδάλ(ι) (σινάπι) (< τουρκική hardal < οθωμανική τουρκική خردل (hardal) < αραβική خردل (ḵardal, σινάπι))[1] + -ιάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaɾ.ðaˈʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαρ‐δα‐λιάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧαρδαλιάς αρσενικό (θηλυκό Χαρδαλιά)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 76.