Χάρακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χάρακας < χάρακας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χά‐ρα‐κας
Κύριο όνομα 1 επεξεργασία
Χάρακας αρσενικό
Μεταγραφές επεξεργασία
Κύριο όνομα 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χάρακας | οι | Χάρακες |
γενική | του | Χάρακα | των | Χαράκων |
αιτιατική | τον | Χάρακα | τους | Χάρακες |
κλητική | Χάρακα | Χάρακες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Χάρακας αρσενικό