Φτεριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fteɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φτε‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦτεριώτης αρσενικό (θηλυκό Φτεριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Φτέρη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Φτεριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φτεριώτης | οι | Φτεριώτηδες |
γενική | του | Φτεριώτη* | των | Φτεριώτηδων |
αιτιατική | τον | Φτεριώτη | τους | Φτεριώτηδες |
κλητική | Φτεριώτη | Φτεριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Φτεριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Φτεριώτης < πατριδωνυμικό Φτεριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦτεριώτης αρσενικό (θηλυκό Φτεριώτη ή Φτεριώτου)