Φεγγόβρυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φεγγόβρυση | οι | Φεγγοβρύσεις |
γενική | της | Φεγγόβρυσης* | των | Φεγγοβρύσεων |
αιτιατική | τη | Φεγγόβρυση | τις | Φεγγοβρύσεις |
κλητική | Φεγγόβρυση | Φεγγοβρύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Φεγγοβρύσεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φεγγόβρυση < φέγγ(ος) + -ο- + βρύση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /feŋˈgo.vɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φεγ‐γό‐βρυ‐ση
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦεγγόβρυση θηλυκό
- (παρωχημένο) χωριό της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του Ασπρόπυργου[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ανδράνοβα (πρώην ονομασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Φεγγόβρυση