Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φεγγόβρυση οι Φεγγοβρύσεις
      γενική της Φεγγόβρυσης* των Φεγγοβρύσεων
    αιτιατική τη Φεγγόβρυση τις Φεγγοβρύσεις
     κλητική Φεγγόβρυση Φεγγοβρύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Φεγγοβρύσεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φεγγόβρυση < φέγγ(ος) + -ο- + βρύση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /feŋˈgo.vɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φεγ‐γό‐βρυ‐ση

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φεγγόβρυση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928