Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φανίτσα οι Φανίτσες
      γενική της Φανίτσας
    αιτιατική τη Φανίτσα τις Φανίτσες
     κλητική Φανίτσα Φανίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φανίτσα < Φαν(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → δείτε τις λέξεις Στεφανία και Στέφανος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈni.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φανίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φανή