Υδραίικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Υδραίικα | ||
γενική | των | Υδραίικων | ||
αιτιατική | τα | Υδραίικα | ||
κλητική | Υδραίικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υδραίικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υδραίικος στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðɾe.i.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐δραί‐ι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥδραίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- συνοικία του Πειραιά
- ※ Στα τέλη του περασμένου αιώνα όλος ο Πειραιάς ήταν τα Υδραίικα. Ίσως επειδή στο σημείο εκείνο ήταν στημένο το Τελωνείο να μαζεύτηκαν εκεί, ο ένας κοντά στον άλλο, οι πρώτοι οικιστές του Πειραιά, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες, οι Κρανιδιώτες. (Θανάσης Παπαϊωάννου, Ενθύμιον Αθηνών: η Αθήνα, ο Πειραιάς και τα προάστια στις αρχές του αιώνα μας, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση. 1984. σελ. 342)