Δείτε επίσης: τσεσμές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσεσμές οι Τσεσμέδες
      γενική του Τσεσμέ των Τσεσμέδων
    αιτιατική τον Τσεσμέ τους Τσεσμέδες
     κλητική Τσεσμέ Τσεσμέδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσελεμεντές - κλίση: καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡seˈzmes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσε‐σμές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Τσεσμές < τουρκική Çeşme +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσεσμές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Τσεσμές < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσεσμές αρσενικό (θηλυκό Τσεσμέ)

Μεταγραφές επεξεργασία