Τσαμουριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσαμουριά | οι | Τσαμουριές |
γενική | της | Τσαμουριάς | των | Τσαμουριών |
αιτιατική | την | Τσαμουριά | τις | Τσαμουριές |
κλητική | Τσαμουριά | Τσαμουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τσαμουριά < Τσάμης + -ουριά (ίσως < αρχαία ελληνική Θύαμις: ποταμός Καλαμάς)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσαμουριά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) περιοχή της Ηπείρου ΒΔ και ΝΔ του Θυάμη, μέρος της οποίας ανήκει και στη νοτιοδυτική Αλβανία, όπου κατοικούσαν και οι Τσάμηδες
- συλλογικό όνομα για τους Τσάμηδες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τσαμουριά
|