ΒΔ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Β.Δ. < Βασιλικό Διάταγμα.
- ΒΔ < βορειοδυτικός, με κεφαλαία, κατά το αγγλικό NW, North West
- ΒΔ < Βάση Δεδομένων
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
ΒΔ και Β.Δ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- διάταγμα που έχει ισχύ νόμου και υπογράφεται από τον βασιλιά, το αντίστοιχο του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ) σε πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας)
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
- (επίθετο) βορειοδυτικός, βορειοδυτική, βορειοδυτικό
- (επίρρημα) βορειοδυτικά
- (βάσεις δεδομένων) συντομογραφία της βάσης δεδομένων[1]
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- προσανατολισμός: ΝΑ, ΝΔ, ΒΑ, ΒΔ
Επεξεργασία
- ↑ Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνύμια», σελ. 8, 11. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17