Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

  1. Β.Δ. < Βασιλικό Διάταγμα.
  2. ΒΔ < βορειοδυτικός, με κεφαλαία, κατά το αγγλικό NW, North West
  3. ΒΔ < Βάση Δεδομένων

  ΣυντομομορφήΕπεξεργασία

ΒΔ και Β.Δ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • διάταγμα που έχει ισχύ νόμου και υπογράφεται από τον βασιλιά, το αντίστοιχο του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ) σε πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας)

  ΣυντομομορφήΕπεξεργασία

ΒΔ συντομογραφία

  1. (επίθετο) βορειοδυτικός, βορειοδυτική, βορειοδυτικό
  2. (επίρρημα) βορειοδυτικά
  3. (βάσεις δεδομένων) συντομογραφία της βάσης δεδομένων[1]

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Πίνακας συντομεύσεων-ακρωνύμια», σελ. 8, 11. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17