τσάμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσάμι | τα | τσάμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσάμι | τα | τσάμια |
κλητική | τσάμι | τσάμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çam (πεύκο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσάμι ουδέτερο (ιδιωματικό, δέντρο