Τρουπιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾuˈpço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρου‐πιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤρουπιώτης αρσενικό (θηλυκό Τρουπιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Τρούπες ή Τρούπι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Τρούπες, Τρούπι
- Τρουπιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τρουπιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τρουπιώτης | οι | Τρουπιώτηδες |
γενική | του | Τρουπιώτη* | των | Τρουπιώτηδων |
αιτιατική | τον | Τρουπιώτη | τους | Τρουπιώτηδες |
κλητική | Τρουπιώτη | Τρουπιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τρουπιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τρουπιώτης < πατριδωνυμικό Τρουπιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρουπιώτης αρσενικό (θηλυκό Τρουπιώτη ή Τρουπιώτου)