Δείτε επίσης: τριαντάφυλλου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τριανταφύλλου οι Τριανταφυλλαίοι οι Τριανταφύλλου
      γενική του/της Τριανταφύλλου των Τριανταφυλλαίων των Τριανταφύλλου
    αιτιατική τον/την Τριανταφύλλου τους Τριανταφυλλαίους τους/τις Τριανταφύλλου
     κλητική Τριανταφύλλου Τριανταφυλλαίοι Τριανταφύλλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τριανταφύλλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Τριαντάφυλλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.an.daˈfi.lu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐α‐ντα‐φύλ‐λου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τριανταφύλλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Τριανταφύλλου

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]