Τραχύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τραχύ | ||
γενική | του | Τραχιού | ||
αιτιατική | το | Τραχύ | ||
κλητική | Τραχύ | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τραχύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τραχύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρα‐χύ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤραχύ ουδέτερο