Τραγάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τραγάνα | οι | Τραγάνες |
γενική | της | Τραγάνας | — | |
αιτιατική | την | Τραγάνα | τις | Τραγάνες |
κλητική | Τραγάνα | Τραγάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τραγάνα < τραγάνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaˈɣa.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρα‐γά‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤραγάνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τραγάνα στη Βικιπαίδεια