Τραγανίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τραγανίτισσα < Τραγανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾa.ɣaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρα‐γα‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤραγανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τραγανίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Τραγάνα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τραγανίτης
Τραγανίτισσα
|