Τιμοκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τιμοκλής | οι | Τιμοκλείς & Τιμοκλήδες ** |
γενική | του | Τιμοκλή & Τιμοκλέους * |
των | Τιμοκλέων & Τιμοκλήδων |
αιτιατική | τον | Τιμοκλή | τους | Τιμοκλείς & Τιμοκλήδες |
κλητική | Τιμοκλή | Τιμοκλείς & Τιμοκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΤιμοκλής < αρχαία ελληνική Τιμοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε τιμ(ή) + -ο- + -κλής (κλέος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤιμοκλής αρσενικό