↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σώτειρα οι Σώτειρες
      γενική της Σώτειρας των Σωτειρών
    αιτιατική τη Σώτειρα τις Σώτειρες
     κλητική Σώτειρα Σώτειρες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σώτειρα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈso.ti.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σώ‐τει‐ρα
τονικό παρώνυμο: Σωτήρα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σώτειρα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σώτειρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σώτειρα θηλυκό