Σχίζαλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σχίζαλη | οι | Σχίζαλες |
γενική | της | Σχίζαλης | — | |
αιτιατική | τη | Σχίζαλη | τις | Σχίζαλες |
κλητική | Σχίζαλη | Σχίζαλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σχίζαλη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsçi.za.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σχί‐ζα‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣχίζαλη θηλυκό