Στυλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στυ‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλιώτης αρσενικό (θηλυκό Στυλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Στύλια ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Στυλιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στυλιώτης | οι | Στυλιώτηδες |
γενική | του | Στυλιώτη* | των | Στυλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Στυλιώτη | τους | Στυλιώτηδες |
κλητική | Στυλιώτη | Στυλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Στυλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Στυλιώτης < πατριδωνυμικό Στυλιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλιώτης αρσενικό (θηλυκό Στυλιώτη ή Στυλιώτου)