Στρώμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στρώμη | οι | Στρώμες |
γενική | της | Στρώμης | των | Στρωμών |
αιτιατική | τη | Στρώμη | τις | Στρώμες |
κλητική | Στρώμη | Στρώμες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στρώμη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstɾo.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρώ‐μη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στρώμη θηλυκό