Στρογγυλοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στρογγυλοπούλα | οι | Στρογγυλοπούλες |
γενική | της | Στρογγυλοπούλας | των | Στρογγυλοπουλών |
αιτιατική | τη | Στρογγυλοπούλα | τις | Στρογγυλοπούλες |
κλητική | Στρογγυλοπούλα | Στρογγυλοπούλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στρογγυλοπούλα < στρογγυλ(ός) + -ο- + -πούλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟi.loˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρογ‐γυ‐λο‐πού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτρογγυλοπούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Στρογγυλοπούλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 328