Στροβίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Στροβίκι | τα | Στροβίκια |
γενική | του | Στροβικίου | των | Στροβικίων |
αιτιατική | το | Στροβίκι | τα | Στροβίκια |
κλητική | Στροβίκι | Στροβίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στροβίκι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾoˈvi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρο‐βί‐κι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτροβίκι ουδέτερο