Στασινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στασινός ήδη τον 13ο αιώνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Στασινός < αρχαία ελληνική Στασῖνος < αρχαία ελληνική στάσις. (παρετυμολογική σύνδεση με το Αναστάσιος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.siˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐σι‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτασινός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Στασινός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε., σελ. 579