Στασῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Στασῖνος | οἱ | Στασῖνοι |
γενική | τοῦ | Στασίνου | τῶν | Στασίνων |
δοτική | τῷ | Στασίνῳ | τοῖς | Στασίνοις |
αιτιατική | τὸν | Στασῖνον | τοὺς | Στασίνους |
κλητική ὦ! | Στασῖνε | Στασῖνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Στασίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Στασίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣτασῖνος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: Στασινός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Στασῖνος @lgpn.ox.ac.uk
- ↑ Στασινός - Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε., σελ. 579
Πηγές
επεξεργασία- Στασῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press