Στέριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στέριος | οι | Στέριοι |
γενική | του | Στέριου & Στερίου |
των | Στέριων & Στερίων |
αιτιατική | τον | Στέριο | τους | Στέριους & Στερίους |
κλητική | Στέριε | Στέριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στέριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Στέριος < στεριώνω < αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsteɾ.ʝi.os/ {λόγιο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτέριος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Στέριος
|
- ↑ «Η γραφή με –γ– δεν έχει ετυμολογική βάση». Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)