Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στέργιος οι Στέργιοι
      γενική του Στέργιου
Στεργίου
των Στέργιων
Στεργίων
    αιτιατική τον Στέργιο τους Στέργιους
Στεργίους
     κλητική Στέργιε Στέργιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στέργιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Στέργιος Η γραφή με –γ– δεν έχει ετυμολογική βάση [1] < Στέριος < στεριώνω < αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsteɾ.ʝi.os/ (λόγιο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στέρ‐γι‐ος
ΔΦΑ : /ˈsteɾ.ʝos/ (προφορικό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στέρ‐γιος
παρώνυμα: στέριος, Σέργιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στέργιος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)