Ἀστέριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀστέριος | οἱ | Ἀστέριοι |
γενική | τοῦ | Ἀστερίου | τῶν | Ἀστερίων |
δοτική | τῷ | Ἀστερίῳ | τοῖς | Ἀστερίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀστέριον | τοὺς | Ἀστερίους |
κλητική ὦ! | Ἀστέριε | Ἀστέριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀστερίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀστερίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈστέριος αρσενικό (θηλυκό Ἀστερία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀστήρ
Πηγές
επεξεργασία- Ἀστέριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.