↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σπαραγαρίο τα Σπαραγαρία
      γενική του Σπαραγαρίου των Σπαραγαρίων
    αιτιατική το Σπαραγαρίο τα Σπαραγαρία
     κλητική Σπαραγαρίο Σπαραγαρία
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σπαραγαρίο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spa.ɾa.ɣaˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπα‐ρα‐γα‐ρί‐ο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σπαραγαρίο ουδέτερο

  • ακτή των Κυθήρων
    ※  Μέσα Αυγούστου και στα Κύθηρα φυσάει δυνατός βοριάς, «ό,τι πρέπει για το Σπαραγαρίο», όπως έλεγαν οι ντόπιοι, «αλλού θα βρεις φουρτούνες, εκεί λάδι η θάλασσα». (Ελένη Ευαγγελοδήμου, Τι καλοκαίρι ήταν κι αυτό, in.gr, 3 Σεπτεμβρίου 2020)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία