Σπαθαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spa.θaɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπα‐θα‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Σπαθαριώτης < Σπάθαρ(ης) ή Σπαθάρ(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπαθαριώτης αρσενικό (θηλυκό Σπαθαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Σπάθαρης ή Σπαθάρι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Σπάθαρης, Σπαθάρι
- Σπαθαριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σπαθαριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπαθαριώτης | οι | Σπαθαριώτηδες |
γενική | του | Σπαθαριώτη* | των | Σπαθαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Σπαθαριώτη | τους | Σπαθαριώτηδες |
κλητική | Σπαθαριώτη | Σπαθαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σπαθαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σπαθαριώτης < πατριδωνυμικό Σπαθαριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπαθαριώτης αρσενικό (θηλυκό Σπαθαριώτη ή Σπαθαριώτου)