Σκυλλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σκυλλί | τα | Σκυλλιά |
γενική | του | Σκυλλιού | των | Σκυλλιών |
αιτιατική | το | Σκυλλί | τα | Σκυλλιά |
κλητική | Σκυλλί | Σκυλλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκυλλί < σκυλί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκυλ‐λί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκυλλί ουδέτερο
- νησίδα της Ελλάδας στον Αργοσαρωνικό