Σκίντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκίντος | οι | Σκίντοι |
γενική | του | Σκίντου | των | Σκίντων |
αιτιατική | τον | Σκίντο | τους | Σκίντους |
κλητική | Σκίντε | Σκίντοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκίντος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈscin.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκί‐ντος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκίντος αρσενικό