Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σιβιτανίδειος οι Σιβιτανίδειοι
      γενική της Σιβιτανιδείου των Σιβιτανιδείων
    αιτιατική τη Σιβιτανίδειο τις Σιβιτανιδείους
     κλητική Σιβιτανίδειε Σιβιτανίδειοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σιβιτανίδειος < από το επώνυμο του δωρητή Σιβιτανίδ(ης) + -ειος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.vi.taˈni.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐βι‐τα‐νί‐δει‐ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σιβιτανίδειος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία