Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σεράκης οι Σεράκηδες
      γενική του Σεράκη των Σεράκηδων
    αιτιατική τον Σεράκη τους Σεράκηδες
     κλητική Σεράκη Σεράκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεράκης < τουρκική şer (κακός) + -άκης ή τουρκική sera (θερμοκήπιο) + -άκης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεράκης αρσενικό

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Σεράκης σελ.147 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.