Σαρακηνό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σαρακηνό | τα | Σαρακηνά |
γενική | του | Σαρακηνού | των | Σαρακηνών |
αιτιατική | το | Σαρακηνό | τα | Σαρακηνά |
κλητική | Σαρακηνό | Σαρακηνά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σαρακηνό < Σαρακηνός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ɾa.ciˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρα‐κη‐νό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαρακηνό ουδέτερο