Σαμψούντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σαμψούντα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα Σαμψοῦς από την αιτιατική «τὴν Σαμψοῦντα» < οθωμανική τουρκική صامسون (τουρκική Samsun) με μεταπλασμό < μεσαιωνική ελληνική φράση εἰς Ἀμισόν < αρχαία ελληνική Ἀμισός [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαμψούντα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σαμψούντα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σαμψούντα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)