Σακελλαράκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σακελλαράκης < σακελλάρ(ιος) / Σακελλάρ(ιος) + -άκης[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ce.laˈɾa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐κελ‐λα‐ρά‐κης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣακελλαράκης αρσενικό (θηλυκό Σακελλαράκη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Σακελλαράκης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)