Σέλιανη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σέλιανη | οι | Σέλιανες |
γενική | της | Σέλιανης | — | |
αιτιατική | τη | Σέλιανη | τις | Σέλιανες |
κλητική | Σέλιανη | Σέλιανες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σέλιανη < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.ʎa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέ‐λια‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣέλιανη θηλυκό
- (παρωχημένο) πρώην ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σέλιανη στη Βικιπαίδεια