↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σελιανίτισσα οι Σελιανίτισσες
      γενική της Σελιανίτισσας των Σελιανιτισσών
    αιτιατική τη Σελιανίτισσα τις Σελιανίτισσες
     κλητική Σελιανίτισσα Σελιανίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σελιανίτισσα < Σελιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.ʎaˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐λια‐νί‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σελιανίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σελιανίτης