Σελιανίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σελιανίτισσα < Σελιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.ʎaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σε‐λια‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣελιανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σελιανίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Σέλιανη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σελιανίτης
Σελιανίτισσα
|