Δείτε επίσης: ρόδιος, Ῥόδιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρόδιος οι Ρόδιοι
      γενική του Ρόδιου
Ροδίου
των Ρόδιων
Ροδίων
    αιτιατική τον Ρόδιο τους Ρόδιους
Ροδίους
     κλητική Ρόδιε Ρόδιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ρόδιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ῥόδιος. Συγχρονικά αναλύεται σε Ρόδ(ος) + -ιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρόδιος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ρόδιος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ρόδιος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία